μονοπλεύρως
Смотреть что такое "μονοπλεύρως" в других словарях:
μονόπλευρος — η, ο (ΑΜ μονόπλευρος, ον) αυτός που έχει μία μόνο πλευρά νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που γίνεται κατά μία μόνο πλευρά ή αυτός που ενεργεί εξετάζοντας μόνο τη μία πλευρά ενός θέματος, μονομερής μεροληπτικός 2. το αρσ. ως ουσ. ο μονόπλευρος σπάνιο… … Dictionary of Greek